οφείλω

οφείλω
(ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω)
1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ
β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.)
2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι καλό που μού έκανε κάποιος και χρωστώ ευεργεσία
3. μτφ. είμαι υποχρεωμένος, έχω καθήκον να κάνω κάτι (α. «οφείλεις να είσαι ευγενέστερος» β. «ἄλλοτέ περ καὶ μᾱλλον ὀφέλλετε ταῡτα πενέσθαι», Ομ. Ιλ.)
4. (το ουδ. μέσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το οφειλόμενο(ν)
η οφειλή, το χρέος
μσν.-αρχ.
(ο πρτ. και ο αόρ. β') ὤφελλον ή ὄφελλον και ὤφελον ή ὄφελον
α) (για πράγματα τα οποία δεν έχει πράξει κάποιος, αλλά τα οποία θα έπρεπε να είχαν γίνει) θα έπρεπε («ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
β) (όταν ακολουθεί απρμφ. ενεστ. ή αορ. και ενώ συχνά προτάσσονται το είθε, αίθε, ως, ως δη για να κάνουν μία ευχή ισχυρότερη, για δήλωση ανεκπλήρωτης επιθυμίας) είθε, μακάρι να... («ὡς πρὶν διδάξαι γ' ὤφελες», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (ως δικανικός όρος) α) είμαι υποχρεωμένος να δώσω
β) υφίσταμαι την τιμωρία να πληρώσω πρόστιμο («ὀφείλω διπλῆν τὴν βλάβην» — χρωστώ να πληρώσω διπλή τη ζημιά, Λυσ.)
2. παθ. ὀφείλομαι
υπόκειμαι («θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα», Σιμων.)
3. απρόσ. ὀφείλει
είναι αναγκαίο, πρέπει
4. (η μτχ. ενεστ.) ὀφείλων, ὀφείλουσα, ὀφεῑλον
αυτός που πρέπει να γίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο ενεστ. ὀφείλω (πιθ. < *οφέλ-νω) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. operote = οφείλοντες, operosa = οφείλουσα, opero), όπου η αμφισημία τού φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η αρχική μορφή τού ρήματος. Από το θ. τού ενεστ. ὀφελ- / ὀφειλ- έχουν σχηματιστεί ο θεματικός αόρ. ὤφελον (πρβλ. θείνω: έπεφνον) και οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. ὀφειλήσω, ὠφείλησα, ὠφείληκα. Ο αόρ. β' ὦφλον (μυκην. oporo) με σημ. πιο περιορισμένη και τεχνική ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τού θ. ὀφελ-. Από το θ. ὀφλ- τού αορ. ὦφλον οι μέλλ., αόρ. α' και παρακμ. ὀφλήσω, ὤφλησα, ὤφληκα, όπως και το ρ. ὀφλ-ισκ-άνω με διπλό επίθημα (πρβλ. αμβλισκάνω). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το θ. τού ρήματος οφελ- είναι σύνθ. από την πρόθεση ὀπί = ἐπί και το θ. ἑλ- τού εἷλον αόρ. β' τού αἱρῶ «συλλαμβάνω, κυριεύω» και ότι ο αόρ. β' ὦφλον έχει προέλθει με συγκοπή από τον θεματικό αόρ. ὤφελον. Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται και ο τ. opero = ὄφελος «έλλειψη, στέρηση, έλλειμμα, οφειλή, χρέος», η σημ. τού οποίου οδήγησε ορισμένους να συνδέσουν το ρ. ὀφείλω με το ρ. ὀφέλλω (II) (βλ. λ. οφέλλω [ΙΙ])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οφείλω — βλ. πίν. 184 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀφείλω — ὀφέλλω IG aor subj act 1st sg ὀφέλλω IG aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ὀφείλω IG pres subj act 1st sg ὀφείλω IG pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφείλω — είμαι χρεώστης, υποχρεωμένος, έχω οφειλή, χρέος: Οφείλω πολλά στους γονείς μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀφειλῶ — ὀφειλέω to be due pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀφειλέω to be due pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλήσουσι — ὀφείλω IG aor subj act 3rd pl (epic) ὀφείλω IG fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀφείλω IG fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 3rd pl (epic) ὀφειλέω to be due fut part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλήσουσιν — ὀφείλω IG aor subj act 3rd pl (epic) ὀφείλω IG fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀφείλω IG fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 3rd pl (epic) ὀφειλέω to be due fut part act masc/neut dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλήσω — ὀφείλω IG aor subj act 1st sg ὀφείλω IG fut ind act 1st sg ὀφείλω IG aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ὀφειλέω to be due aor subj act 1st sg ὀφειλέω to be due fut ind act 1st sg ὀφειλέω to be due aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλομένων — ὀφείλω IG pres part mp fem gen pl ὀφείλω IG pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλήσομεν — ὀφείλω IG aor subj act 1st pl (epic) ὀφείλω IG fut ind act 1st pl ὀφειλέω to be due aor subj act 1st pl (epic) ὀφειλέω to be due fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφειλόμενον — ὀφείλω IG pres part mp masc acc sg ὀφείλω IG pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”